τοκοχρεωλυτικός

τοκοχρεωλυτικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τοκοχρεωλύσιο
2. φρ. α) «τοκοχρεωλυτικό δάνειο» — δάνειο που εξοφλείται με τοκοχρεωλύσια
β) «τοκοχρεωλυτικοί πίνακες»
(οικον.) ειδικοί πίνακες που βοηθούν την εξεύρεση ενός τοκοχρεωλυσίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοκοχρεωλύσιο / τοκοχρεολύσιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”